- λίθαξ
- λίθαξ, ὁ, ἡ (Α)1. σκληρός, πετρώδης («μή πώς μ' ἐκβαίνοντα βάλῃ λίθακι ποτὶ πέτρῃ κῡμα», Ομ. Οδ.)2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λίθαξο λίθος3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) βραχώδης γη4. φρ. «κωφὴ λίθαξ» — επιτάφιος λίθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. μύλ-αξ)].
Dictionary of Greek. 2013.